- γροτέσκο
- το гротеск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκροτέσκο — (grottesco).Όρος της διακοσμητικής τέχνης και της λογοτεχνίας. Στην πρώτη, γ. θεωρείται το είδος εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία και το παράδοξο, που φτάνει πολλές φορές έως την υπερβολή. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και οι αρχαίες… … Dictionary of Greek